- κελαδήματα
- κελάδημαrushing soundneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελάδημα — και κελάηδημα και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α κελάδημα) [κελαδώ] νεοελλ. το τραγούδι τών πουλιών αρχ. ήχος, θόρυβος ορμητικός («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek